Περί Θρέψης - Ειρήνη Τερζή

Διατροφικά ΝέαΔυσανεξία στην Λακτόζη

Δυσανεξία στην Λακτόζη

Δυσανεξία στην Λακτόζη

Η λακτόζη είναι ένας δισακχαρίτης που βρίσκεται κυρίως στα γαλακτοκομικά προϊόντα όπως το γάλα, το τυρί και το γιαούρτι. Η δυσανεξία στη λακτόζη μπορεί να προκαλέσει άβολα και μερικές φορές σοβαρά συμπτώματα. Σε αυτό το άρθρο θα αναφερθώ στο ιστορικό, τη διάγνωση και τις επιλογές θεραπείας για τους διαφορετικούς τύπους δυσανεξίας στη λακτόζη που μπορεί να παρουσιαστεί.

Η δυσανεξία στη λακτόζη είναι μια ανεπάρκεια του ένζυμου λακτάση, που παράγεται από κύτταρα στην εσωτερική επιφάνεια (επιθήλιο) του λεπτού εντέρου προκειμένου να διασπαστεί η λακτόζη, στους μονοσακχαρίτες γλυκόζη και γαλακτόζη, οι οποίοι μπορούν να περάσουν εύκολα στην κυκλοφορία του αίματος.

Όταν υπάρχει ανεπάρκεια λακτάσης, η λακτόζη μπορεί να συσσωρευτεί στο πεπτικό σύστημα όπου ζυμώνεται από βακτήρια και έχει ως αποτέλεσμα την παραγωγή διαφόρων αερίων, που προκαλούν τα συμπτώματα που σχετίζονται με τη δυσανεξία στη λακτόζη, όπως: «εκρηκτική» διάρροια, πόνοι στην κοιλιά, κράμπες, μετεωρισμός και ναυτία. Τα συμπτώματα συνήθως γίνονται πιο σοβαρά με μεγαλύτερους όγκους λακτόζης και, ανάλογα με η αρχική αιτία της δυσανεξίας, αυτά μπορεί να είναι είτε προσωρινά είτε μόνιμα.

ΕΙΔΗ ΔΥΣΑΝΕΞΙΑΣ ΣΤΗ ΛΑΚΤΟΖΗ

1. Συγγενής ανεπάρκεια λακτάσης, ή κληρονομική αλακτασία + -

Αυτή είναι μια σπάνια διαταραχή που προκαλείται από μία μετάλλαξη στο γονίδιο LCT που έχει σαν αποτέλεσμα την απουσία λακτάσης και ως εκ τούτου την αδυναμία των προσβεβλημένων βρεφών να διασπάσουν τη λακτόζη που υπάρχει στο μητρικό γάλα ή στη φόρμουλα βρεφικού γάλακτος.

 

Αυτό μπορεί να οδηγήσει σε σοβαρή διάρροια και επακόλουθη αφυδάτωση και απώλεια βάρους εάν δεν εξαιρεθεί η λακτόζη.

2. Πρωτοπαθής ανεπάρκεια λακτάσης + -

Αυτό συνήθως αναπτύσσεται μετά τη βρεφική ηλικία και τείνει να εμφανίζεται μεταξύ 5-20 ετών.

Η πρωτοπαθής ανεπάρκεια λακτάσης εμφανίζεται λόγω της σταδιακής μείωσης της έκφρασης του LCT γονιδίου. Ως εκ τούτου προκαλείται μειωμένη παραγωγή λακτάσης, αν και, περίπου το 5-30% της αρχικής δραστηριότητας της λακτάσης, συνήθως παραμένει. Αυτή η διαδικασία εμφανίζεται στο 70% περίπου όλων των ανθρώπων καθ' όλη τη διάρκεια της ζωής τους, με αποτέλεσμα να μειώνεται η ικανότητα πέψης της λακτόζης με την ηλικία.

 

Με την πρωτοπαθή ανεπάρκεια λακτάσης, τα συμπτώματα δυσανεξίας συνήθως εμφανίζονται μέσα σε 30 λεπτά μέχρι δύο ώρες από την πρόσληψη λακτόζης, και η σοβαρότητα των συμπτωμάτων σχετίζεται με τη δόση της λακτόζης που καταναλώνεται.

 

Ο επιπολασμός της πρωτοπαθούς ανεπάρκειας λακτάσης ποικίλλει ευρέως ανάλογα με τη γεωγραφική περιοχή και είναι υψηλότερη σε χώρες όπου τα γαλακτοκομικά προϊόντα δεν καταναλώνονται παραδοσιακά, όπως στην Ασία και την Αφρική. Εκεί ο επιπολασμός μπορεί να κυμαίνεται από 80-100%, συγκριτικά με τη Βόρεια Ευρώπη, όπου ο επιπολασμός είναι πολύ χαμηλότερος, για παράδειγμα: 2% στη Σκανδιναβία, 5% στο Ηνωμένο Βασίλειο, Ιρλανδία, Ολλανδία και Βέλγιο, αλλά μπορεί να είναι υψηλός έως και 70% σε άλλες ευρωπαϊκές περιοχές όπως η Σικελία

3. Δευτεροπαθής ανεπάρκεια λακτάσης + -

Η δευτεροπαθής ανεπάρκεια λακτάσης μπορεί να συμβεί σε οποιαδήποτε ηλικία, αλλά πιο συχνά παρουσιάζεται σε βρέφη και μικρά παιδιά.

 

Εμφανίζεται ως αποτέλεσμα τραυματισμού στο επιθήλιο του λεπτού εντέρου, παρεμποδίζοντας την ικανότητά του να παράγει λακτάση. Αυτό μπορεί να συμβεί για πολλούς λόγους όπως: γαστρεντερίτιδα, χειρουργική επέμβαση εντέρου, νόσος του Crohn, ελκώδης κολίτιδα, κοιλιοκάκη, αδιάγνωστη δυσανεξία σε πρωτεΐνη αγελαδινού γάλακτος, χημειοθεραπεία ή παρατεταμένη χρήση αντιβιοτικών.

 

Η δευτεροπαθής ανεπάρκεια λακτάσης είναι συχνά προσωρινή και μπορεί να υποχωρήσει σε δύο έως τέσσερις εβδομάδες, ωστόσο, μπορεί να είναι και μία μακροπρόθεσμη κατάσταση, εάν προκληθεί από χρόνια πάθηση.

4. Αναπτυξιακή ανεπάρκεια λακτάσης + -

Αυτό μπορεί να συμβεί σε πρόωρα νεογνά (δηλ. γέννηση πριν από την 37η εβδομάδα της κύησης) λόγω υπανάπτυξης του λεπτού εντέρου. Αυτό είναι συνήθως προσωρινό και τείνει να επιλυθεί καθώς το βρέφος μεγαλώνει.

ΔΙΑΓΝΩΣΗ

Η κύρια οδός για τη διάγνωση της δυσανεξίας στη λακτόζη περιλαμβάνει τη δοκιμή μιας διατροφής χωρίς λακτόζη για δύο έως τρεις εβδομάδες και παρακολούθηση εάν τα συμπτώματα βελτιώνονται.

Στη συνέχεια επαναφέροντας τη λακτόζη στη διατροφή εξετάζουμε εάν επανέρχονται τα συμπτώματα.

Άλλες μέθοδοι διάγνωσης της δυσανεξίας στη λακτόζη είναι:

  • Δοκιμή αναπνοής υδρογόνου – αυτό περιλαμβάνει κατάποση διαλύματος λακτόζης και μέτρηση την επακόλουθη ποσότητα υδρογόνου που παράγεται από βακτήρια του παχέος εντέρου, καθώς αυτό αυξάνει σε άτομα με δυσανεξία στη λακτόζη.
  • Τεστ ανοχής στη λακτόζη – όπου γίνεται εξέταση αίματος μετά την κατάποση διαλύματος λακτόζης.
  • Τεστ ανοχής γάλακτος – όπου ελέγχονται τα επίπεδα σακχάρου στο αίμα αφού καταναλωθεί ένα ποτήρι γάλα. Εάν δεν υπάρχει αύξηση της γλυκόζης του αίματος, αυτό δείχνει ότι η λακτόζη δεν έχει απορροφηθεί στο λεπτό έντερο
  • Εντερική βιοψία – μπορεί να χρησιμοποιηθεί για τον έλεγχο της ποσότητας λακτάσης που παράγεται από το εντερικό επιθήλιο. Ωστόσο, αυτό γίνεται σπάνια, αποκλειστικά για τον έλεγχο δυσανεξίας στη λακτόζη, αλλά μπορεί να πραγματοποιηθεί για τον έλεγχο κοιλιοκάκης (που μπορεί να προκαλέσει παρόμοια συμπτώματα με δυσανεξία στη λακτόζη).

Η δυσανεξία στη λακτόζη μπορεί μερικές φορές να συγχέεται με τη δυσανεξία στην πρωτεΐνη του αγελαδινού γάλακτος σε βρέφη και παιδιά, που είναι μία ανοσοαπάντηση στην πρωτεΐνη του αγελαδινού γάλακτος, παρά μια αδυναμία πέψης της λακτόζης.

Επομένως, είναι σημαντικό να ληφθεί ένα λεπτομερές ιστορικό για να διασφαλιστεί ότι τα αλλεργιογόνα συμπτώματα δεν είναι μία λανθασμένη διάγνωση ως δυσανεξία στη λακτόζη.

Ομοίως, είναι σημαντικό να αποκλειστούν και άλλες καταστάσεις οι οποίες μπορεί να εμφανιστούν με παρόμοια συμπτώματα με τη δυσανεξία στη λακτόζη, όπως το σύνδρομο ευερέθιστου εντέρου, η κοιλιοκάκη και ο καρκίνος του εντέρου.

ΘΕΡΑΠΕΙΑ

Η συγγενής ανεπάρκεια λακτάσης αντιμετωπίζεται με αντικατάσταση του μητρικού γάλακτος και του συνηθισμένου βρεφικού γάλακτος με μια φόρμουλα χωρίς λακτόζη. Ως εκ τούτου, καθώς το βρέφος αναπτύσσεται, ενδείκνυται μια διατροφή χωρίς λακτόζη, ακολουθούμενη από ισόβιο αποκλεισμό της λακτόζης. Συχνά συνιστάται διαιτολογική υποστήριξη για την εξασφάλιση επαρκούς πρόσληψης θρεπτικών συστατικών, σε αυτή τη δίαιτα αποκλεισμού.

Στα άτομα με πρωτοπαθή ανεπάρκεια λακτάσης, όπου διατηρείται σε κάποιο βαθμό, η δραστικότητα της λακτάσης, ο αποκλεισμός της λακτόζης είναι συνήθως περιττός. Εάν συμπεριληφθεί μικρή ποσότητα λακτόζης στη διατροφή μπορεί πραγματικά να βελτιώσει την ανοχή στη λακτόζη μέσω αλληλεπίδρασης με την εντερική χλωρίδα. Ωστόσο, ο μακροπρόθεσμος περιορισμός της λακτόζης, συνήθως, χρειάζεται.

Τα επίπεδα ανοχής ποικίλλουν, αλλά ακόμη και τα άτομα με ένα χαμηλό επίπεδο δραστηριότητας λακτάσης μπορούν συνήθως να καταναλώσουν περίπου 12-15g λακτόζης (δηλ. περίπου 250 ml γάλα) και υπόλοιποι μπορεί να ανέχονται έως και το διπλάσιο από αυτή την ποσότητα.

Ζυμωμένα προϊόντα, όπως το τυρί και το γιαούρτι (ειδικά το ζωντανό γιαούρτι), είναι συχνά καλύτερα ανεκτά από το φρέσκο γάλα, λόγω της παρουσίας ωφέλιμων βακτηρίων.

Σκληρά τυριά είναι επίσης γενικά καλά ανεκτά, καθώς περιέχουν πολύ χαμηλό επίπεδο λακτόζης επίσης, θεωρείται ότι η λακτόζη είναι καλύτερα ανεκτή όταν καταναλώνεται ως μέρος ενός γεύματος, λόγω της επίδρασης του χρόνου διέλευσης του εντέρου.

Η θεραπεία για τη δευτερογενή ανεπάρκεια λακτάσης περιλαμβάνει την αποχή από την κατανάλωση λακτόζης για δύο έως τέσσερις εβδομάδες ανάλογα με το πόσο επιμένουν τα συμπτώματα δυσανεξίας. Με σταδιακή επανεισαγωγή τροφίμων που περιέχουν λακτόζη, η ανοχή επιστρέφει. Τα βρέφη μπορεί να χρειαστούν μία φόρμουλα χωρίς λακτόζη (ή φόρμουλα σόγιας εάν είναι άνω των έξι μηνών) κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου. Το μητρικό γάλα, συχνά, μπορεί να εξακολουθεί να είναι ανεκτό ή σε ορισμένες περιπτώσεις μπορεί να συνταγογραφηθούν σταγόνες λακτάσης για να βοηθήσουν τα μωρά που θηλάζουν να απορροφήσουν τη λακτόζη από το μητρικό γάλα.

Για όσους έχουν σοβαρή δυσανεξία στη λακτόζη, ενδεχομένως, να χρειάζεται να ελέγχουν προσεκτικά, τις ετικέτες τροφίμων, ποτών και φαρμάκων, για να δουν εάν περιέχουν λακτόζη (η λακτόζη μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως διογκωτικός παράγοντας σε φάρμακα). Η νομοθεσία της ΕΕ για την επισήμανση τροφίμων επιβάλλει ότι το γάλα πρέπει να επισημαίνεται σαφώς, όταν υπάρχει σε ένα προϊόν, καθώς και ότι πρέπει να είναι διαθέσιμες γραπτές ή προφορικές πληροφορίες, για τα τρόφιμα που πωλούνται χωρίς σήμανση, όπως σε εστιατόρια, ντελικατέσεν και καφετέριες.

Είναι σημαντικό να διασφαλιστεί η διατροφική επάρκεια σε μια δίαιτα με μειωμένη πρόσληψη λακτόζης, ειδικά όσον αφορά το ασβέστιο, τις πρωτεΐνες, τις βιταμίνες και τα μέταλλα. Οι επιλογές χωρίς λακτόζη είναι ευρέως διαθέσιμες από σούπερ μάρκετ, ηλεκτρονικά καταστήματα και καταστήματα με βιολογικά τρόφιμα (βλ. Πίνακα 1).

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ

Η ακριβής διάγνωση και ο εντοπισμός του σωστού τύπου δυσανεξίας στη λακτόζη είναι ζωτικής σημασίας για να αποφευχθεί ο περιττός διατροφικός αποκλεισμός καθώς και να δοθεί η καταλληλότερη διατροφική συμβουλή.

Για παράδειγμα, για τα άτομα με δευτεροπαθή ανεπάρκεια λακτάσης, συνήθως, χρειάζεται μόνο προσωρινή αποχή από τη λακτόζη, ενώ για τα άτομα με πρωτοπαθή ανεπάρκεια λακτάσης χρειάζεται μακροχρόνια μείωση της λακτόζης, αλλά όχι ολική αποφυγή.

Υπάρχουν πολλά προϊόντα χωρίς λακτόζη διαθέσιμα τα οποία μπορούν να υποστηρίξουν στη διατροφική αντιμετώπιση ατόμων με δυσανεξία στη λακτόζη προκειμένου να αποφευχθεί κάθε περιττή διατροφική έλλειψη.

  1.  NIH (2017). Lactose Intolerance. 
  2. NHS Choices: Lactose Intolerance accessed January 2017. 
  3. Bryony and Thomas (2007). The Manual of Dietetic Practice 4th Edition
  4. NHS Choices: Lactose Intolerance – Treatment. Accessed January 2017. 
  5. Shaw and Lawson (2014). Clinical Paediatric Dietetics 4th edition
  6. The British Nutrition Foundation: Lactose Intolerance. Accessed January 2017. 
  7. NHS Choices: Lactose Intolerance – Diagnosis. Accessed January 2017. 
  8. BDA (2021). Food fact sheet: milk allergy
  9. Jianqin et al (2016). Effects of milk containing only A2 beta casein versus milk containing both A1 and A2 beta casein proteins on gastrointestinal physiology, symptoms of discomfort, and cognitive behaviour of people with self-reported intolerance to traditional cows’ milk. 
  10. EFSA (2009). Review of the potential health impact of β-casomorphins and related peptides. 
Μοιραστείτε το άρθρο:

Περισσότερα άρθρα

Close
Close
a

For every modern coworking or office space website out there. This is MultiOffice.

 

Contact us

κλειστε ραντεβου